- κακύνω
- κακύνω (AM)μσν.1. (αμτβ.) α) κάνω πονηρά σχέδιαβ. σφάλλω, αμαρτάνωγ. μετανοώ για κάτι καλό που έκανα2. (μτβ.) τιμωρώ, καταδικάζω3. φρ. «κακύνω το μάτι μου σε κάποιον» — βλέπω κάποιον με κακή διάθεσηαρχ.1. (και με ηθική σημ.) βλάπτω, φθείρω2. (για στρατιώτες) δυστροπώ, δεν πειθαρχώ3. παθ. κακύνομαια) δείχνομαι κακός, φέρομαι άσχημαβ) επιπλήττομαι, δέχομαι επίπληξη, επιτίμηση, επιτιμώμαι4. (κατά το λεξ. Σούδα) παροιμ. «κακύνειν τόν πηλόν» — να βρίζει κανείς αυτόν που είναι άξιος ύβρεως.[ΕΤΥΜΟΛ. < κακός + κατάλ. -ύνω (πρβλ. αλγ-ύνω)].
Dictionary of Greek. 2013.